Οι κοινωνικές ρίζες του Χριστιανισμού - Μέρος Β΄

Η πολιορκία των Ιεροσολύμων 

Κατά την διάρκεια των τεσσάρων επόμενων χρόνων έλαβε χώρα ένας αιματηρός ανταρτοπόλεμος, ακολουθούμενος από μια παρατεταμένη πολιορκία της Ιερουσαλήμ, κατά την οποία οι μάζες, φοβούμενες προδοσία από την εβραϊκή αριστοκρατία και τους αρχιερείς, στην ουσία εξεγέρθηκαν και πήραν την εξουσία της Ιερουσαλήμ στα χέρια τους. Μία από τις πρώτες πράξεις αυτής της εξέγερσης, ήταν η έφοδος στο Ναό και η καύση των εγγράφων και των πρακτικών που σχετίζονταν με τα χρέη και τους φόρους των αγροτών. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η αριστοκρατία και οι αρχιερείς - συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Ιώσηπου - εγκατέλειψαν την πόλη για την ασφάλεια που τους προσέφεραν οι ελεγχόμενες από τους Ρωμαίους περιοχές. Ακόμη και πριν από αυτή την επανάσταση, η Παλαιστίνη βρισκόταν σε μια δίνη διαφόρων θρησκευτικών αιρέσεων και δογμάτων, που βασίζονταν στην παραδοσιακή εβραϊκή γραφή και συχνά ήταν επηρεασμένες από την γενικευμένη δυσαρέσκεια για τη συνεργασία του εβραϊκού ιερατείου με τους Ρωμαίους και για τον παρασιτισμό του Ναού. Μεταξύ αυτών θα ήταν και εκείνη του «Ιησού», αλλά και άλλες μεσσιανικού τύπου σέχτες που ιδρύονταν από χαρισματικούς ηγέτες. 

Μετά την αιματηρή καταστολή της επανάστασης και την επανακατάληψη της Ιερουσαλήμ (κατά τη διάρκεια της οποίας καταστράφηκε ο Ναός) το 70 μ.Χ, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι εγκατέλειψαν την περιοχή και πολλές χιλιάδες άλλοι, συνελήφθησαν και πωλήθηκαν ως δούλοι. Μια καταστροφή τέτοιων διαστάσεων δε μπορούσε παρά να επηρεάσει την Εβραϊκή διασπορά, που εξαπλώθηκε γύρω από κάθε μεγάλη πόλη σε ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων πόλεων όπως η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια και άλλες μεγάλες πόλεις της Ανατολής. 

Πολύ πριν τα επαναστατικά γεγονότα, αιρέσεις κάθε είδους ρίζωσαν στις εβραϊκές κοινότητες της διασποράς, παράλληλα με αυτές της Παλαιστίνης. Ανάμεσα σε αυτό το περιβάλλον αιρέσεων βρισκόταν και το είδος της λατρείας του Ιησού που βασιζόταν στο κήρυγμα του Παύλου, με μια πολιτική προσηλυτισμού όχι μόνο Εβραίων, αλλά και άλλων λαών. Αυτή η αίρεση, έγινε η κύρια βάση του Χριστιανισμού μέσω - μεταξύ άλλων - της απλοποίησης του Εβραϊκού νόμου σχετικά με την αναγκαιότητα της περιτομής και των αυστηρών νηστειών. 

Όλα τα πρωτοχριστιανικά έργα που κυκλοφορούσαν από τα μέσα έως το τέλος του πρώτου αιώνα- συμπεριλαμβανομένων των επιστολών του Παύλου - δεν περιείχαν καμία ιστορική αφήγηση που να συνέδεε τον Ιησού με κάποια βιογραφία. Αυτό έγινε αργότερα με το ευαγγέλιο του Μάρκου, στο οποίο στηρίχτηκαν ο Λουκάς και ο Ματθαίος. Το Ευαγγέλιο αυτό γράφτηκε σα μια αλληγορική περιγραφή ενός βίου, συνταγμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να ταιριάζει με το δόγμα του Ιησού που είχε αρχίσει να εδραιώνεται. Ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης αυτοπεποίθησης που προσέδιδε η μεγάλη αριθμητική δύναμη στη συγκεκριμένη αίρεση. Αλλά ήταν επίσης, μια έκφραση της αυξανόμενης ταξικής διαίρεσης εντός της χριστιανικής κοινότητας, καθώς συμβιβαζόταν με τη ρωμαϊκή κοινωνία. Από τις αρχικές κομμουνιστικές ιδέες της λατρείας του Ιησού, σήμερα στην Καινή Διαθήκη εξακολουθούν να υπάρχουν μόνο μερικές υποδείξεις και προτάσεις αυτού του είδους. 

Η Εκκλησία επεξεργάστηκε το δόγμα της τις πρώτες δεκαετίες του δευτέρου αιώνα, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από τις πολεμικές με τους πρώην ομόθρησκους, τους Εβραίους και με την πληθώρα των πρωτοχριστιανικών σεχτών. Παράλληλα με την διαμόρφωση του δόγματος, η Εκκλησία δημιούργησε ένα μηχανισμό για να αυτοσυντηρηθεί. Μόλις πρόσφατα ήρθαν στο φως στοιχεία για την ύπαρξη μιας τεράστιας ποικιλίας πρωτοχριστιανικών σεχτών. Η αιτία για την αργοπορημένη αυτή αποκάλυψη της ύπαρξής τους, είναι το γεγονός ότι ο κυρίαρχος εκκλησιαστικός μηχανισμός από τη στιγμή που καθιερώθηκε έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να εξαλείψει αυτές τις «αιρέσεις» και κατά τη διάρκεια αυτής της προσπάθειας, αφαίρεσε τα περισσότερα από τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι υπήρχαν άλλες εκδοχές λατρείας του Ιησού. 

Το κύριο ζήτημα είναι γιατί ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε τόσο πολύ κατά τους επόμενους δύο αιώνες. Δεν ήταν ένα κίνημα κατά της δουλείας, καθώς η δουλεία ήταν πανταχού παρούσα σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και οι Χριστιανοί κατείχαν σκλάβους όπως όλοι οι άλλοι. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ακόμα και επίσκοποι είχαν σκλάβους, όπως οι πλούσιοι Ρωμαίοι αυτήν τη περίοδο. 

Ο θεολογικός παράγοντας ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Η άκαμπτη και αυτο-αναπαραγόμενη γραφειοκρατία που είχε αναπτυχθεί εντός της Εκκλησίας, αντανακλούσε τις ταξικές διακρίσεις στην κοινωνία και είχε γίνει ένα σημαντικό προπύργιο του ταξικού συστήματος. 

«Με τον καιρό, οι λόγοι και τα κηρύγματα των χριστιανών ηγετών συμπεριέλαβαν, όχι μόνο την επίσημη πλευρά των αριστοκρατικών νόμων, αλλά και τις αξίες και την ιδεολογία της ύστερης Ρωμαϊκής ανώτερης τάξης» (Salzman : «Η Πραγμάτωση μιας Χριστιανικής Αριστοκρατίας») 

Προσηλυτισμός

Το απόσπασμα αυτό,  αναφέρεται στην περίοδο μετά από τον λεγόμενο προσηλυτισμό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στις αρχές του τετάρτου αιώνα, αν και πολύ καρό πριν από αυτόν, η Εκκλησία έπαιζε πολύ σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό ρόλο για λογαριασμό της άρχουσας τάξης. Πολλοί υπάλληλοι του κράτους ήταν Χριστιανοί επίσκοποι ή ηγέτες. Το σημαντικότερο είναι ότι διαδραμάτιζαν βασικό ρόλο σχετικά με τη διαχείριση και την οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης. 

Στο μέτρο που αυτό σημαίνει κάτι σε μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που βρισκόταν σε παρακμή, η Εκκλησία ήλεγχε την τοπική αυτοδιοίκηση. Επίσκοποι και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι συνέλεγαν τους φόρους, διένειμαν ελεημοσύνη και οι νομικές διαφορές, όπως και οι διαμάχες για τα κτήματα, ήταν υπό την εποπτεία τους. Η Εκκλησία ήταν μια ανεπίσημη «δημόσια υπηρεσία» για λογαριασμό της ρωμαϊκής γραφειοκρατίας, πολύ πριν ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος της δώσει αυτοκρατορική επικύρωση. Η Εκκλησία εκπλήρωνε μια οικονομική και κοινωνική λειτουργία, μέσα από το χειρισμό των υποθέσεων ενός αυξανόμενου ποσοστού φτωχών και στερημένων και τη συγκράτηση της οργής τους. Γι' αυτό το λόγο η άρχουσα τάξη της επέτρεψε να αναπτυχθεί και όχι λόγω μιας τάχα πνευματικής «αφύπνισής» της. 

Η Εκκλησία ήταν σε θέση να εκπληρώσει αυτό το ρόλο, διότι παρείχε μια «βαλβίδα ασφαλείας» σχετικά με τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες των μαζών. Έδωσε στην αγροτιά την ευκαιρία να βρεθεί στο ίδιο κτίριο με τους γαιοκτήμονες και τους αριστοκράτες (αν όχι στα ίδια στασίδια). Αν και υπήρχαν περιορισμένες ελπίδες για μια καλύτερη ζωή σε αυτόν το κόσμο, η Εκκλησία τους προσέφερε την υπόσχεση ότι θα ήταν ίσοι με τους πλούσιους στον επόμενο. Τους προσέφερε ένα Μεσσία και μία μετά θάνατο ζωή, σε αντίθεση με τους υπερόπτες και αδιάφορους θεούς της Ελλάδας και της Ρώμης. 

Η γραφειοκρατία της Εκκλησίας ανέπτυξε συνειδητά μια πολιτική (και θεολογία) που εξυπηρετούσε τα δικά της συμφέροντα, που όλο και περισσότερο ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Επίσης ως προς τη δομή και τις προοπτικές της, προσαρμόστηκε στην ανάπτυξη της φεουδαρχικής κοινωνίας καλύτερα από το σάπιο πια δουλοκτητικό κράτος. Η Εκκλησία δεν έκανε καμία εκστρατεία για τη χειραφέτηση των μαζών, αλλά προσέφερε μια νέα διευθέτηση για την εκμετάλλευσή τους. 

Σε ότι αφορά στην αγροτιά και τους φτωχούς των πόλεων, όσο εκείνοι γνώριζαν και έκαναν αποδεκτή τη θέση τους στην άκαμπτη αυτή ταξική δομή, για τους φτωχότερους από αυτούς, η Εκκλησία προσέφερε ελεημοσύνη και υποστήριξη ως ανακούφιση για τις πιο πιεστικές ανάγκες και τους χειρότερους πόνους τους. Η Εκκλησία ήταν σχεδόν ο μοναδικός μηχανισμός πρόνοιας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που μπορούσε επίσης να προσφέρει την αίσθηση της ένταξης σε μια εθνική, αλλά και διεθνή κοινότητα. Γι' αυτούς τους λόγους, είχε μεγάλη απήχηση στους φτωχούς και τους καταπιεσμένους. Την είχαν αποκαλέσει ειρωνικά ένα κίνημα «των σκλάβων και των γυναικών».

Διώξεις

Από τη στιγμή που υποστηρίχθηκε από την κρατική εξουσία η Εκκλησία, κατάφερε να καταστρέψει τους αντιπάλους της. Έχουν γραφτεί πολλές υπερβολές για τις Ρωμαϊκές διώξεις κατά της Εκκλησίας κατά τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ, αλλά ακόμα και αυτές οι υπερβολές ωχριούν μπροστά στις τρομερές διώξεις της Εκκλησίας κατά διαφόρων θρησκευτικών σεχτών, από την εποχή που αυτή υποστηρίχθηκε από την αυτοκρατορική εξουσία. Βιβλία και αιρετικοί παραδόθηκαν στην πυρά. Η θεολογική ιστορία ξαναγράφτηκε. Μύθοι στοιβάχτηκαν πάνω σε μύθους όσο περνούσαν οι αιώνες. Ήταν τέτοιος ο βαθμός της πλαστογράφησης της Ιστορίας, που ακόμα και σήμερα, δήθεν ακαδημαϊκοί, αντιμετωπίζουν την Καινή Διαθήκη πιο πολύ σα μια πραγματική ιστορική αφήγηση, παρά σα μία φανταστική ιστορία που δεν είναι πιο έγκυρη από την Ιλιάδα. 

Μέσα σε λίγες εκατοντάδες χρόνια, κάθε απόδειξη για την ύπαρξη άλλων Χριστιανικών αιρέσεων και σεχτών, συμπεριλαμβανομένης της «προϊστορίας» τους στην Παλαιστίνη, εξαφανίστηκε. Η Εκκλησία έγινε - και παραμένει ως σήμερα - μια πολιτική, οικονομική και διπλωματική (όντας κάποτε και στρατιωτική) υπερδύναμη.

Στην εισαγωγή του στην «Συμβολή στην Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ», ο Μαρξ αναφέρθηκε στη θρησκεία ως τον «αναστεναγμό των καταπιεσμένων». Εξήγησε ότι δεν είναι η πνευματικότητα ή η έλλειψή της, η οποία δημιουργεί υποστήριξη για την θρησκεία. Είναι η αποξένωση της μάζας του λαού από την ταξική κοινωνία στην οποία βρίσκεται.

Η κρίση του καπιταλισμού είναι η κρίση ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, αλλά εκδηλώνεται επίσης και ως μια κρίση ιδεών. Οι ελπίδες και οι προσδοκίες εκατομμυρίων ανθρώπων περιορίζονται από τα στενά όρια του καπιταλιστικού κόσμου με αποτέλεσμα εκείνοι να τις εναποθέτουν στη μετά θάνατο ζωή. Έτσι όπως και στις αρχές της πρώτης χιλιετίας, νέα θρησκευτικά και μεσσιανικά κινήματα αντικατοπτρίζουν το πνευματικό και ηθικό αδιέξοδο μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται. 

Ο Μαρξ συνεχίζει: «Το να τους ζητήσει κανείς να παραιτηθούν από τις ψευδαισθήσεις σχετικά με την κατάστασή τους, είναι σα να τους ζητήσει να παραιτηθούν από μια κατάσταση που απαιτεί αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι επομένως, η κριτική στην κοιλάδα των δακρύων, της οποίας η θρησκεία είναι το φωτοστέφανο». Έτσι έκανε σαφές ότι δεν τίθεται ζήτημα κατάργησης της θρησκείας. Αυτό θα ήταν παράλογο. Για να καταπολεμηθεί η δεισιδαιμονία και η άγνοια, πρέπει να διεξαχθεί αγώνας κατά των υλικών συνθηκών πάνω στις οποίες αυτές αναπτύσσονται - και αυτό σημαίνει, πάνω απ' όλα, αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό.

Τζον Πικαρντ

Μετάφραση: Δημήτρης Γ.