Φοιτητικές εκλογές 2016: συμπεράσματα και προοπτικές για το φοιτητικό κίνημα

Οι φετινές εκλογές ανέδειξαν με έναν παραστατικό τρόπο τις διαθέσεις που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στους φοιτητές. Μπορεί κανείς να δει αναλυτικά τα αποτελέσματα στις ιστοσελίδες της ΠΚΣ/ΜΑΣ και της νΚΑ.

Βασικό χαρακτηριστικό για άλλη μια χρονιά παραμένει η πολύ υψηλή αποχή (πάνω από 50%). Αυτή έχει τις αιτίες της σε μια σειρά παράγοντες. Η δυσμενέστερη τα τελευταία χρόνια για τους φοιτητές αντικειμενική κατάσταση σχετικά με τις σπουδές τους, που έχει δημιουργηθεί στη βάση των αντι-εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων και των συνεπειών της κρίσης, καθώς και η φάση υποχώρησης της ταξικής πάλης μετά την προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλη, αποτελούν παράγοντες που εντείνουν τις διαθέσεις απογοήτευσης των φοιτητών και τις τάσεις αδιαφορίας για την πολιτική.

Ταυτόχρονα όμως, η υψηλή αποχή αντανακλά και τη γενική κρίση του φοιτητικού συνδικαλισμού, ο οποίος αντιμετωπίζεται, ακόμα και από το αρκετά μαζικοποιημένο τα τελευταία χρόνια τμήμα των φοιτητών που αναπτύσσει ενδιαφέρον για την πολιτική με την ευρύτερη έννοια, ως ένα μέσο που δεν μπορεί να δώσει λύσει στα βασικά προβλήματά τους. Τα προβλήματα αυτά, από τη μια πλευρά εντοπίζονται κατά κύριο λόγο «έξω» από το πανεπιστήμιο (προοπτική ανεργίας - εργασιακής επισφάλειας, γενικευμένη λιτότητα κλπ.) και από την άλλη, ακόμα και όσα αφορούν την εκπαίδευση δεν μπορούν να λυθούν με επιμέρους φοιτητικές κινητοποιήσεις, αλλά μόνο με γενικευμένο μαζικό αγώνα φοιτητών και εργαζομένων.

Ακόμα λιγότερο νόημα φαίνονται να έχουν οι ίδιες οι φοιτητικές εκλογές, οι οποίες, ιδιαίτερα στο βαθμό που δεν εκλέγουν καν κάποιο πανελλαδικό συνδικαλιστικό όργανο, αντιμετωπίζονται απλά σαν μια μάχη των φοιτητικών παρατάξεων για την καταγραφή καλύτερων ποσοστών. Αυτού του είδους ο σκεπτικισμός των φοιτητών απέναντι τόσο στις φοιτητικές εκλογές όσο και το φοιτητικό συνδικαλισμό γενικότερα, μπορεί να θεωρηθεί σε σημαντικό βαθμό «υγιής», καθώς είναι εμφανής η απουσία μιας ενεργητικής στάσης για να τους δοθεί ένας διαφορετικός, μαχητικός χαρακτήρας από την φοιτητική Αριστερά. Στη συνέχεια θα επανέλθουμε αναλυτικά στα λάθη και τις αδυναμίες των αριστερών δυνάμεων που οδηγούν σημαντικά τμήματα των φοιτητών σε μια τέτοια αντιμετώπιση.

Μικρή πτώση - διατήρηση δυνάμεων για την ΔΑΠ

Στις φετινές εκλογές, η ΔΑΠ διατήρησε ουσιαστικά τις δυνάμεις της, σημειώνοντας μια μικρή – μικρότερη σε σχέση με προηγούμενες χρονιές μάλιστα – πτώση σε απόλυτο αριθμό ψήφων, ενώ ποσοστιαία σημείωσε άνοδο. Όπως έχουμε αναφέρει και σε σχετικά άρθρα προηγούμενων ετών, η διατήρηση των σχετικά ψηλών ποσοστών της ΔΑΠ οφείλεται στις αυταπάτες που υπάρχουν σε τμήματα των φοιτητών για τη δυνατότητά τους να αποφύγουν τις συνέπειες της κρίσης αυξάνοντας τους τίτλους σπουδών τους και «ιδιωτεύοντας», στην ύπαρξη ενός τμήματος φοιτητών με καριερίστικα στοιχεία που στρέφονται στην ΔΑΠ με την προοπτική, μέσω των διασυνδέσεών της με το καθηγητικό κατεστημένο και την κομματική γραφειοκρατία της ΝΔ, να ολοκληρώσουν ευκολότερα τις σπουδές τους ή ακόμα και να ενταχθούν στον κομματικό μηχανισμό της ΝΔ ή τον αστικό κρατικό μηχανισμό – ιδιαίτερα από τη στιγμή που η ΠΑΣΠ έχει πάψει να αποτελεί μια τέτοια «εναλλακτική» εξαιτίας της κατάρρευσης της ίδιας και του ΠΑΣΟΚ, καθώς και στην ενσωμάτωση  από την ΔΑΠ, της υποστήριξης μερίδας φοιτητών προς την ακροδεξιά, αφού δεν υπάρχουν ανεξάρτητες φοιτητικές παρατάξεις προσκείμενες στους ΑΝΕΛ και τη Χρυσή Αυγή – μια ένδειξη των προοδευτικών παραδόσεων του ελληνικού φοιτητικού κινήματος.

Επιπρόσθετα στα παραπάνω, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε σαν παράγοντα διατήρησης των δυνάμεων της ΔΑΠ τον «επαναπατρισμό» ενός τμήματος των πιο πολιτικά συντηρητικών φοιτητών που είχε απομακρυνθεί από αυτήν, αλλά απογοητεύτηκε από την προδοσία της «αριστερής» ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Ιούλη.

Παρ’ όλα αυτά, η ΔΑΠ μόνο εξαιτίας της αποχής έχει τη δυνατότητα να συνεχίζει να καταγράφει ποσοστά κοντά στο 40% (και πάνω από 40% στα ΤΕΙ), όταν όλες οι σχετικές δημοσκοπήσεις δίνουν στην ΝΔ ποσοστά υποστήριξης ανάμεσα στους φοιτητές χαμηλότερα του 25%. Μια πραγματικά μαζική συμμετοχή των φοιτητών στις φοιτητικές εκλογές θα αποκάλυπτε τα πραγματικά αισθήματα που τρέφει η μεγάλη πλειοψηφία τους για τον παραδοσιακό εκφραστή του κεφαλαίου μέσα στα πανεπιστήμια. Εδώ πρέπει όμως να τονίσουμε και πάλι, ότι η αποχή δεν είναι ένα «φυσικό φαινόμενο», αλλά έχει τις ρίζες της στους αντικειμενικούς παράγοντες που περιγράφηκαν στην αρχή του άρθρου, αλλά και στα υποκειμενικά λάθη των δυνάμεων της φοιτητικής Αριστεράς.

Αδυναμία της Αριστεράς να «αναχαιτίσει» την αποχή και να επωφεληθεί από την κατάρρευση της ΠΑΣΠ

Με την ΠΑΣΠ να βρίσκεται οριστικά στην τέταρτη θέση – παρ’ ότι και για την ΠΑΣΠ φέτος ανακόπηκε η «ελεύθερη πτώση» των προηγούμενων ετών – η Αριστερά βρίσκεται πλέον σταθερά στη δεύτερη (ΠΚΣ/ΜΑΣ) και τρίτη (ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ) θέση. Παρ’ όλα αυτά, χάθηκε η «πρωτιά» που είχε κατακτηθεί πέρυσι για το άθροισμα των δυνάμεων της φοιτητικής Αριστεράς. Η ΠΚΣ/ΜΑΣ διατήρησε τις δυνάμεις της σταθερές σε ποσοστά και έχασε περίπου 1500 ψήφους, ενώ η συνεργασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ απέσπασε ποσοστό 16%, δηλαδή σημαντικά μειωμένο σε σχέση με το άθροισμα των ποσοστών των τριών δυνάμεων στις περσινές εκλογές (22%).

Ποια είναι η βασική αιτία που οδήγησε στο γεγονός ότι η ΠΑΣΠ, παρά την «ελεύθερη πτώση» των τελευταίων χρόνων, συνεχίζει να διατηρεί ένα ποσοστό πάνω από 10% όταν το ΠΑΣΟΚ στους φοιτητές έχει υποστήριξη από το 1% (!!!) αλλά και κυρίως, ότι η ΔΑΠ διατηρεί τα σημαντικά ποσοστά της και την πρώτη θέση; Η βασική αιτία αυτή δεν είναι άλλη από την αδυναμία της παραδοσιακής φοιτητικής Αριστεράς να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση για τις πλατιές μάζες των φοιτητών που στρέφονται στην αποχή. Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι η μαζική εγκατάλειψη της ΠΑΣΠ και – με πιο «αργούς» ρυθμούς – της ΔΑΠ από τους φοιτητές, που όμως δεν πείθονται από τις αριστερές δυνάμεις.

Μια βασική αδυναμία αποτελεί η χρόνια πολυδιάσπαση της φοιτητικής Αριστεράς, που φέτος περισσότερο από ποτέ ήταν αποκλειστική ευθύνη της ηγεσίας της ΠΚΣ/ΜΑΣ, η οποία υιοθετεί πλήρως τη γενική στάση απόρριψης από την ηγεσία του ΚΚΕ κάθε πιθανής συνεργασίας με άλλες αριστερές δυνάμεις. Παρ’ ότι στις περσινές εκλογές αθροιστικά η φοιτητική Αριστερά κατέκτησε την πρώτη θέση στα ΑΕΙ, οι περισσότεροι φοιτητές δεν αντιλήφθηκαν οποιαδήποτε διαφορά για τις δυνατότητες του φοιτητικού κινήματος, καθώς εκτός των άλλων, ήταν μια «πρωτιά» που εξαιτίας της πολυδιάσπασης δεν είχε αντίκρισμα, αλλά άφησε τυπικά στην πρώτη θέση την ΔΑΠ. Ποιος λοιπόν ο λόγος για να συμμετάσχουν οι φοιτητές μαζικά στις φετινές εκλογές, αν ακόμα και μια πιο ισχυρή πανελλαδική αριστερή πλειοψηφία ουσιαστικά αφήσει και πάλι την ΔΑΠ να εμφανίζεται σαν αδιαμφισβήτητη πρώτη δύναμη;

Στην άλλη πλευρά της φοιτητικής Αριστεράς, είχαμε το πολύ θετικό βήμα της συνεργασίας των δυνάμεων ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ. Αυτή είναι μια σημαντική αρχή για την αναγκαία ενότητα του φοιτητικού κινήματος – στη δράση αλλά και στις φοιτητικές εκλογές – ενάντια στην ΔΑΠ και απέναντι στις επιθέσεις κυβέρνησης, δανειστών και ελληνικής άρχουσας τάξης. Όμως στις σημερινές συνθήκες, δεν μπορεί από μόνη της να είναι αρκετή και δεν θα μπορούσε να έχει σημαντικά, παρά μόνο επιμέρους αποτελέσματα. Είναι αναγκαία, αφενός η συμμετοχή της πιο μαζικής αριστερής παράταξης, της ΠΚΣ/ΜΑΣ, σε ένα τέτοιο ενιαίο μέτωπο της φοιτητικής Αριστεράς και αφετέρου, η αντιμετώπιση των υπόλοιπων σημαντικών αδυναμιών και λαθών των αριστερών ηγεσιών στα πανεπιστήμια.

Ένα σοβαρό λάθος που χαρακτηρίζει τις κύριες ηγετικές δυνάμεις εντός των ΕΑΑΚ είναι η διαρκής επιμονή σε σχεδιασμό για καταλήψεις διαρκείας, κάτι που στη φάση υποχώρησης του φοιτητικού κινήματος τα τελευταία χρόνια, διευρύνει το χάσμα που αναπόφευκτα τείνει να δημιουργηθεί ανάμεσα στα πιο αγωνιστικά στοιχεία και τις ευρύτερες μάζες των φοιτητών, ενισχύοντας έτσι το γενικό σκεπτικισμό προς το φοιτητικό συνδικαλισμό, το νόημα της συμμετοχής στις Γενικές Συνελεύσεις κλπ, καθώς και εντείνοντας τις τάσεις για αποχή συγκεκριμένα στις φοιτητικές εκλογές.

Τέλος, μια κοινή αδυναμία που στον έναν ή τον άλλο βαθμό χαρακτηρίζει τη στάση όλων των ηγεσιών των μαζικών αριστερών δυνάμεων στα πανεπιστήμια, είναι η απουσία μιας ενεργητικής στάσης για τη σύνδεση του φοιτητικού και του εργατικού κινήματος, τόσο στο επίπεδο της κοινής δράσης όσο και στο ζήτημα των αναγκαίων κοινών διεκδικήσεων μεταβατικού, επαναστατικού χαρακτήρα.

Στη σημερινή περίοδο της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, είναι ανύπαρκτη η δυνατότητα να κερδηθούν αποσπασματικές κατακτήσεις για τους φοιτητές και την τριτοβάθμια εκπαίδευση – παρά μόνο κατ’ εξαίρεση και χωρίς κανένα σχετικά μόνιμο χαρακτήρα, και ιδιαίτερα όταν αυτό επιχειρείται να γίνει μέσα από αμιγώς φοιτητικές κινητοποιήσεις. Κάθε μεμονωμένο πρόβλημα των φοιτητών – όπως και της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων συνολικά – σκοντάφτει άμεσα στην ανάγκη των δανειστών και της ελληνικής άρχουσας τάξης να φορτώσουν το βάρος της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων και της νεολαίας. Κάθε μεμονωμένη διεκδίκηση οδηγεί εκ των πραγμάτων σε πιο συνολικές διεκδικήσεις όπως η ανάγκη διαγραφής του χρέους, κοινωνικοποίησης των τραπεζών και των βασικών τομέων της οικονομίας – δηλαδή θέτει την αναγκαιότητα της σύγκρουσης με το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα – και κάθε επιμέρους αγώνας χρειάζεται για να είναι νικηφόρος την προοπτική του ξεδιπλώματος ενός γενικευμένου πολιτικού αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών και την ανάδειξη μιας κυβέρνησης που θα στηρίζεται στα δημοκρατικά όργανα εργαζόμενων και της νεολαίας.

Σε αυτές τις συνθήκες όχι μόνο οι πολιτικές, αλλά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζόμενων και των νέων, είναι ανάγκη να συνδέσουν κάθε επιμέρους «καθημερινό» φοιτητικό πρόβλημα με την ανάγκη για μια τέτοια επαναστατική κινητοποίηση. Η ηγεσία της ΠΚΣ/ΜΑΣ όμως, προβάλλει αυτήν την ανάγκη αφενός ξεκομμένα από την καθημερινή πάλη του φοιτητικού κινήματος και χωρίς να εξηγεί πώς οφείλει να προκύψει μεταβατικά, ως μονόδρομος για την υλοποίηση των διαφόρων διεκδικήσεών του (για δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, για πτυχία με αξία, για θέσεις εργασίας και εργασιακά δικαιώματα κοκ). Από τη στάση της ηγεσίας της ΠΚΣ/ΜΑΣ, προκύπτει ότι στην πραγματικότητα η ανάγκη επαναστατικής κινητοποίησης για την ανατροπή του καπιταλισμού χρησιμοποιείται ως «δικαιολογία» για την πλήρη απομόνωση των δυνάμεων της από το υπόλοιπο φοιτητικό κίνημα, ενώ η σύνδεση με τους εργαζόμενους εννοείται ως συμπόρευση των φοιτητικών συλλόγων, όχι με το σύνολο του εργατικού κινήματος αλλά αποκλειστικά με τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ.

Από την άλλη πλευρά,  οι κύριες ηγετικές δυνάμεις των ΕΑΑΚ, αφενός προβάλλουν αποσπασματικά και όχι με ένα συνολικό τρόπο τις αναγκαίες επαναστατικές διεκδικήσεις και αφετέρου, αντιμετωπίζουν τη σύνδεση του φοιτητικού με το εργατικό κίνημα είτε με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν της ηγεσίας της ΠΚΣ/ΜΑΣ («συμπόρευση μόνο με τα ταξικά σωματεία»), είτε στην καλύτερη περίπτωση ως απλή συμμετοχή των φοιτητικών συλλόγων στις εργατικές κινητοποιήσεις. Αυτό που όμως είναι απαραίτητο είναι οι διαρκείς εκκλήσεις προς την εργατική συνδικαλιστική ηγεσία για κοινές κινητοποιήσεις για τα προβλήματα φοιτητών και εργαζομένων αλλά και μια αποφασιστική εκστρατεία, σε συντονισμό με τις αριστερές δυνάμεις στα συνδικάτα, για έναν μαζικό, ενωτικό αγώνα με προοπτική κλιμάκωσης σε γενικό απεργιακό αγώνα διαρκείας. Ένας τέτοιος αγώνας αποτελεί το μόνο είδος αγώνα που μπορεί να εκμεταλλευτεί τα όποια περιθώρια για υποχωρήσεις της άρχουσας τάξης και ταυτόχρονα, θα «ανοίξει» άμεσα μέσα στο φοιτητικό και το εργατικό κίνημα τη συζήτηση για τις αναγκαίες διεκδικήσεις, που για την αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν μπορούν παρά να είναι μεταβατικού και επαναστατικού - σοσιαλιστικού χαρακτήρα, καθώς και την ανάγκη για την ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών, η οποία ισοδυναμεί με την μόνιμη λιτότητα, την ανεργία, τους πολέμους, την κρατική καταστολή.

Τέλος, οι κύριες ηγετικές δυνάμεις της ΑΡΕΝ, «πάσχουν» ακόμα περισσότερο στον τομέα της διατύπωσης των αναγκαίων μεταβατικών - επαναστατικών διεκδικήσεων και τείνουν να περιορίζονται στην εναντίωση στις επιθέσεις της κυβέρνησης και στη διεκδίκηση μόνο επιμέρους μεταρρυθμίσεων για τα πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, και οι δυνάμεις της ΑΡΕΝ αντιμετωπίζουν την σύνδεση με το εργατικό κίνημα ως απλή συμμετοχή του φοιτητικού κινήματος στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων.

Οι παραπάνω αδυναμίες της φοιτητικής Αριστεράς συμβάλλουν αποφασιστικά στην σοβαρή έλλειψη διάθεσης των φοιτητών για οργανωμένο αγώνα. Ιδιαίτερα οι φοιτητικές εκλογές, αντιμετωπίζονται ως μια συμβολικού χαρακτήρα μάχη, που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει στην εκλογή πιο αριστερών ΔΣ στους φοιτητικούς συλλόγους – κάτι που δεν μπορεί παρά να αποτελεί λύση σε ελάχιστα φοιτητικά προβλήματα περιορισμένης σημασίας. Μόνο διορθώνοντας αυτά τα λάθη μπορεί να υπάρξει μια πραγματική αναζωογόνηση του φοιτητικού κινήματος, που τα τελευταία χρόνια μοιάζει να είναι σε λήθαργο.

Η μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών μπορεί να εμπνευστεί να συμμετάσχει και να κινητοποιηθεί, μόνο σε έναν αγώνα με τα χαρακτηριστικά που περιγράφηκαν προηγουμένως. Αυτό που χρειάζεται είναι η ενότητα στη δράση των δυνάμεων της φοιτητικής Αριστεράς και η ουσιαστική προσπάθεια για πραγματική σύνδεση με το εργατικό κίνημα, ώστε η μάχη ενάντια στις κυβερνητικές επιθέσεις να δοθεί με τις καλύτερες δυνατές προοπτικές και ταυτόχρονα, είναι αναγκαία η υπεράσπιση από μια τουλάχιστον εκ των δυνάμεων αυτού του μετώπου, μιας πρότασης για την υπομονετική προετοιμασία ενός γενικευμένου αγώνα διαρκείας με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης και την εφαρμογή των μόνων μέτρων που μπορούν να βάλουν τέλος στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, των επαναστατικών μέτρων μετάβασης σε μια σοσιαλιστική κοινωνία χωρίς λιτότητα, ανεργία, πολέμους, εκμετάλλευση και καταπίεση.

Πάτροκλος Ψάλτης