Η ιστορική υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος και πώς θα αντιστραφεί

Ιστορικά στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, το φοιτητικό στρώμα είχε λόγω συγκεκριμένων συνθηκών, μαζικότητα και σχετικά ριζοσπαστικό επίπεδο συνείδησης. Έτσι, το φοιτητικό κίνημα, βρέθηκε συχνά σε πρωταγωνιστικό ρόλο, σε κεντρικούς αλλά και σε επιμέρους αγώνες, συχνά με νικηφόρα έκβαση. Σήμερα όμως αναμφίβολα, το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα δράσης των τελευταίων δεκαετιών. Είναι λοιπόν, απόλυτα αναγκαία η αναζωογόνηση και η ανασυγκρότησή του. Απαιτείται να αναλυθεί το πώς μπορεί αυτό να επιτευχθεί, αλλά και οι παράγοντες που οδήγησαν στο σημερινό τέλμα.


Η αντικειμενική βάση της παρατεταμένης υποχώρησης

Καταρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αντικειμενική κατάσταση για τους φοιτητές, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, με τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης. Έχει προκύψει πλέον επιτακτική η ανάγκη για τους φοιτητές να αποφοιτήσουν γρήγορα προκειμένου να ψάξουν για δουλειά, να φύγουν στο εξωτερικό ή και να δουλεύουν παράλληλα με τις σπουδές τους. Όλα αυτά εντατικοποιούν σημαντικά τους ρυθμούς φοίτησης.

Αυτήν την κατάσταση, οξύνει και η υλοποίηση της εκπαιδευτικής αντι-μεταρρύθμισης, που προβλέπει υποχρεωτικές παρουσίες, «αλυσίδες μαθημάτων» κλπ. Έτσι, δημιουργείται η τάση να μην υπάρχει για τους φοιτητές η χρονική δυνατότητα ενεργής συμμετοχής σε κινητοποιήσεις, γενικές συνελεύσεις κλπ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος «στοχοποίησής» τους. Επιπλέον, ένα κομμάτι μαχητικών νέων, τελειώνοντας το σχολείο, δεν μπαίνει στο πανεπιστήμιο (λόγω αυξημένης ανάγκης για άμεση εύρεση δουλειάς, φοίτησης σε ιδιωτικές σχολές, ΙΕΚ κλπ.) ή γρήγορα εγκαταλείπει τις σπουδές σε αυτό.

Η επίδραση των πολιτικών – «υποκειμενικών» παραγόντων


Αυτές οι σοβαρές αλλαγές στην αντικειμενική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές, άρχισαν να πραγματοποιούνται κατά κύριο λόγο σε μια φάση, όπου το φοιτητικό κίνημα «έβγαινε» από τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2006-7 και σ’ ένα βαθμό του 2008, στις οποίες υπήρξαν κατακτήσεις, χωρίς όμως να «αναχαιτιστεί» η επίθεση της άρχουσας τάξης στο σύνολό της κι έτσι το φοιτητικό κίνημα βρέθηκε σε υποχώρηση.

Στη συνέχεια, η κλιμακούμενη πτώση του βιοτικού επιπέδου τα χρόνια της κρίσης και οι διαρκείς ήττες σημαντικών αγώνων σε «κεντρικό» επίπεδο εξαιτίας της παθητικής ή και προδοτικής στάσης των συνδικαλιστικών και πολιτικών ηγεσιών του εργατικού κινήματος, συνέβαλαν επιπλέον στην παθητικοποίηση, την απογοήτευση και την ένταση της λογικής του «ατομικού δρόμου» ανάμεσα στους φοιτητές. Ιδιαίτερα από το 2012 κι έπειτα, υπήρξε με κύρια ευθύνη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, μια γενικότερη παθητικοποίηση και υποχώρηση των αγώνων εν αναμονή της εκλογής του στην κυβέρνηση, σαν μόνη διέξοδο από τη λιτότητα και τα μνημόνια. Παράλληλα, το ίδιο το γεγονός της έλλειψης σημαντικών φοιτητικών κινητοποιήσεων για χρόνια, αποτέλεσε με τη σειρά του παράγοντα αποσύνδεσης των νεότερων φοιτητών από τις ριζοσπαστικές παραδόσεις του φοιτητικού κινήματος.

Αντιμέτωπη με αυτές τις συνθήκες, η φοιτητική Αριστερά είχε σοβαρές αδυναμίες και λάθη στη στάση της. Δεν προσάρμοσε την τακτική της στην κατάσταση υποχώρησης των φοιτητικών αγώνων, δεν μπόρεσε να αναλύσει τη μεταστροφή στην τακτική των αστικών κυβερνήσεων σε σχέση με την εφαρμογή της αντι-μεταρρύμισης στην εκπαίδευση και δεν είχε μια σωστή προσέγγιση απέναντι στο καθήκον της σύνδεσης με το εργατικό κίνημα. Αυτό το γεγονός, συντέλεσε με τη σειρά του στη μη αντιστροφή της κατάστασης μέσα στο φοιτητικό κίνημα.

Σήμερα, η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και η νεολαία, έπειτα από την προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα του 2015, βρίσκονται σε μια φάση έντονης απογοήτευσης και υποχώρησης των αγώνων. Στους φοιτητές βλέπουμε να συνδυάζεται αυτή η γενικότερη διάθεση με την γενικότερη υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος των τελευταίων χρόνων. Αντιμέτωπες με αυτές τις «ευνοϊκές» συνθήκες και θέλοντας να αποφύγουν μια ολομέτωπη σύγκρουση με το φοιτητικό κίνημα, οι αστικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια επιχειρούν την εφαρμογή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης μέσω επιμέρους υλοποίησης συγκεκριμένων μέτρων της, συχνά ανά σχολή και ανά τμήμα, με διαφορετικές «ταχύτητες» και όχι μέσω κεντρικών, ενιαίων νομοσχεδίων (κάτι που βέβαια μπορεί να αλλάξει, ανάλογα με το συσχετισμό δύναμης).

Τα καθήκοντα της φοιτητικής Αριστεράς και των ΕΑΑΚ ειδικότερα

Αυτή η κατάσταση καθορίζει και τα καθήκοντα της φοιτητικής Αριστεράς σήμερα, για την αναζωογόνηση και την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος. Η αστική στρατηγική προσπαθεί συστηματικά να διασπάσει τους εργαζόμενους (ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους, σε ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους, έχοντες και μη εργασία κ.ο.κ.) όπως και τους φοιτητές (ανάμεσα σε φοιτητές ΑΕΙ και ΤΕΙ, μελλοντικούς απόφοιτους διαφορετικών ειδικοτήτων κλπ). Απέναντι σε αυτό, πρέπει να προταχθεί μια κατεύθυνση συνένωσης. Οι διάφορες επιμέρους διεκδικήσεις (ακόμα και όταν εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να αφορούν μόνο μια σχολή ή ένα τμήμα) δεν πρέπει ούτε να προσεγγίζονται με μια συντεχνιακή αντίληψη, ούτε να απορρίπτονται ως «εκ φύσεως» συντεχνιακές, αλλά να αντιμετωπίζονται ως απάντηση σε επιμέρους εκφάνσεις μιας γενικότερης επίθεσης στους φοιτητές, τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Τέτοιες διεκδικήσεις οφείλουν να συνδέονται μεταξύ τους και με τις διεκδικήσεις των άλλων στρωμάτων της νεολαίας και του εργατικού κινήματος, έτσι ώστε να αποτελούν τμήματα ενός εν δυνάμει γενικευμένου αγώνα, και κάθε νίκη ή κατάκτηση σ’ αυτό το επίπεδο, προσωρινή ή μονιμότερη, να αποτελεί βήμα για την αναβάθμιση και τη γενίκευση των κινητοποιήσεων.

Για παράδειγμα, η προσπάθεια να αφαιρεθούν επαγγελματικά δικαιώματα είναι μια επιμέρους έκφανση της επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα. Η εναντίωση σ’ αυτήν την προσπάθεια δεν θα πρέπει να γίνεται με μια συντεχνιακή λογική (υπεράσπιση κάποιων επιμέρους δικαιωμάτων των αποφοίτων μιας κάποιας σχολής) αλλά ούτε και να απορρίπτεται συνολικά προκειμένου να «εξασφαλιστεί» μια μη συντεχνιακή προσέγγιση. Αυτό που θα πρέπει να γίνει είναι να αναδεικνύεται ο αντιδραστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας «μεταρρύθμισης», να τονίζεται η σύνδεσή της με τις συνολικές πολιτικές λιτότητας και να συνδέονται οι φοιτητικοί αγώνες ενάντια σε αυτήν με τις γενικότερες διεκδικήσεις των εργαζομένων. Η σύνδεση φοιτητικού και εργατικού κινήματος πρέπει να περιλαμβάνει, τόσο την κινητοποίηση των φοιτητών σε υποστήριξη των εργατικών αγώνων όσο και την ενεργή διεκδίκηση της υποστήριξης του εργατικού κινήματος στις φοιτητικές διεκδικήσεις.

Για να γίνουν αυτά εφικτά, είναι απαραίτητος ο συντονισμός των φοιτητών. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαία η αγωνιστική επανίδρυση της ΕΦΕΕ, ως ένα τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο που θα συνενώνει τις φοιτητικές διεκδικήσεις. Είναι λάθος η αντίληψη ότι το αναγκαίο αυτό μέσο συντονισμού μπορεί να υποκατασταθεί από ένα μόνιμο «συντονιστικό γενικών συνελεύσεων – καταλήψεων». Φυσικά αυτό είναι ένα απαραίτητο όργανο σε μια φάση ανόδου του φοιτητικού κινήματος, αλλά σήμερα βρισκόμαστε σε μια φάση που δεν υπάρχει ένα κίνημα καταλήψεων στα πανεπιστήμια και κατά κανόνα οι γενικές συνελεύσεις δεν πραγματοποιούνται λόγω έλλειψης απαρτίας.

Η αντικειμενική άμεση σύνδεση κάθε μερικής διεκδίκησης με τα γενικότερα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα αφενός και η έλλειψη περιθωρίων για υποχώρηση της άρχουσας τάξης απέναντι σε επιμέρους κινητοποιήσεις αφετέρου, επιβάλλουν την προετοιμασία ενός γενικευμένου αγώνα που θα έχει προοπτική νίκης. Όμως, στην τωρινή φάση υποχώρησης δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα γενικευμένο κίνημα διαρκείας «μέσα σε μια νύχτα», χρειάζεται η υπομονετική προετοιμασία του από τη φοιτητική Αριστερά. Είναι λάθος να ακολουθείται μια τακτική που παραπέμπει σε περίοδο ανόδου του κινήματος, όπως ήταν το 2006-7. Είναι λανθασμένη η λογική των Γενικών Συνελεύσεων χωρίς ή με οριακή απαρτία, σε μια λογική ότι «θα σηκωθεί η σημαία και οι μάζες θα ακολουθήσουν».

Αυτό που χρειάζεται να κάνουν συγκεκριμένα τα σχήματα των ΕΑΑΚ στις σχολές σήμερα, είναι να υιοθετήσουν μια πρακτική που θα εμπλέκει τους συλλόγους, κάτι το οποίο σημαίνει διαρκή ζύμωση μέσα σε αυτούς, και μόνο μετά από σοβαρή προετοιμασία να επιχειρείται η διεξαγωγή συνελεύσεων, έτσι ώστε να είναι πραγματικά μαζικές. Για κάθε δράση και κάθε αναβάθμιση των μορφών αγώνα (πχ κατάληψη, κεντρική κινητοποίηση) επίσης απαιτείται η απαραίτητη προετοιμασία μέσα στους φοιτητές. Με βάση αυτή τη μέθοδο θα πρέπει τα ΕΑΑΚ να επεξεργαστούν και να επιδιώξουν να συσπειρώσουν τους φοιτητές σ’ ένα σχέδιο αγώνα για το φοιτητικό κίνημα, που θα ξεκινάει με τις κινητοποιήσεις εκείνες που μπορούν σήμερα να αγκαλιαστούν από τις πλατιές φοιτητικές μάζες και που την ίδια στιγμή, θα προβάλλει την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων και τη σύνδεσή τους με το εργατικό κίνημα.

Ενότητα της φοιτητικής Αριστεράς


Η διαδικασία συμπόρευσης ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ είναι σε ξεκάθαρα θετική κατεύθυνση και είναι απαραίτητο να εμβαθυνθεί. Στην ίδια κατεύθυνση, όπου είναι δυνατό, πρέπει να επιδιωχθεί κοινή δράση και με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς στα πανεπιστήμια. Χρειάζονται συνεχείς εκκλήσεις για κοινή δράση προς την ΠΚΣ-ΜΑΣ στη βάση των βασικών αιτημάτων των φοιτητών, ενάντια το αδιέξοδο των διασπαστικών μεθόδων που έως τώρα ακολουθεί.

Ο στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου της φοιτητικής Αριστεράς για την υπεράσπιση των φοιτητικών αιτημάτων. Ταυτόχρονα, μέσα σε ένα τέτοιο μέτωπο, τα ΕΑΑΚ θα πρέπει να αναδεικνύονται ως η δύναμη που προβάλλει τις πιο ριζοσπαστικές και συνεπείς θέσεις και που συνδέει τις άμεσες φοιτητικές διεκδικήσεις, με την ανάγκη της επαναστατικής πάλης ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα.

Πάτροκλος Ψάλτης – Λέανδρος Παπαδόπουλος